κανονίδες

κανονίδες
κανονίς
ruler
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κανονίς — κανονίς, ίδος, ἡ (Α) 1. μικρός χάρακας 2. σανίδα πάνω στην οποία τοποθετούσαν κατά σειρά τα πινάκια τών ηλιαστών που έβγαιναν από την κληρωτίδα 3. στον πληθ. αἱ κανονίδες οι εγκάρσιες ράβδοι που χρησιμοποιούνταν για τον ευθειασμό τών μηχανών.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”